- μεθιστάνω
- μετά-ἱστάνωpres subj act 1st sgμετά-ἱστάνωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεθιστάνω — (Α) βλ. μεθίστημι … Dictionary of Greek
μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… … Dictionary of Greek
ՄԵՐԺԵՄ — (եցի.) NBH 2 0253 Chronological Sequence: Unknown date ն. ὡθέω, ἁπωθέω, ἑξωθέω . (լծ. թ. էօթէյէ՝ կէրի էթմէք ). pello, expello, propello, abjicio, rejicio ἁποβάλλω, ἁποποιέομαι amoveo, projicio ἁφίστημι, μεθίστημι , μεθιστάνω, ἁποικίζω, ἁπέπω… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)